- κακέκτυπο
- Κάθε έντυπο που παρουσιάζει σφάλματα ή ατέλειες, όπως αλλαγές στην κανονική σειρά των τυπογραφικών (τυπωμένων δεκαεξασέλιδων), λανθασμένη σελιδαρίθμηση, απουσία αράδων ή σελίδων, δυσανάγνωστη εκτύπωση κ.ά. Κ. επίσης ονομάζονται τα γραμματόσημα που εμφανίζουν σημαντικές παραλλαγές στο χρώμα, στη θέση της εικόνας κλπ. από τον κανονικό τύπο.
Dictionary of Greek. 2013.